- εὐπαράτρεπτος
- εὐ-παρά-τρεπτος, leicht (von seiner Meinung) abzuwenden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευπαράτρεπτος — εὐπαράτρεπτος, ον (Α) αυτός που αλλάζει γνώμη εύκολα, που παρεκκλίνει εύκολα από τη γνώμη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα τρέπω «τρέπω προς άλλη κατεύθυνση, αλλάζω γνώμη»] … Dictionary of Greek
εὐπαράτρεπτος — easy to turn from his opinion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)